- φεύγετε
- бегитеизбегайте
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φεύγετε — φεύγω flee pres imperat act 2nd pl φεύγω flee pres ind act 2nd pl φεύγω flee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγεθ' — φεύγετε , φεύγω flee pres imperat act 2nd pl φεύγετε , φεύγω flee pres ind act 2nd pl φεύγεται , φεύγω flee pres ind mp 3rd sg φεύγετο , φεύγω flee imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φεύγετε , φεύγω flee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγετ' — φεύγετε , φεύγω flee pres imperat act 2nd pl φεύγετε , φεύγω flee pres ind act 2nd pl φεύγεται , φεύγω flee pres ind mp 3rd sg φεύγετο , φεύγω flee imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) φεύγετε , φεύγω flee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣгати — БѢГА|ТИ (232), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: Римлѩнинъ же нѣкыи ѡ(т) коньникъ нарочитыи... гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго оуношю ѡ(т) соупротивныхъ бѣгающю крѣпка тѣломь и въѡроужена, за шию имъ и преклонивъ ѥго коню бѣгающю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
πόσε — Α επίρρ. προς ποιο μέρος, προς τα πού; («αἰδώς, ὦ Λύκιοι, πόσε φεύγετε;» Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θέμα τών ερωτηματικών αντωνυμιών και επιρρμ. πο με δυσερμήνευτη κατάλ. σε (βλ. λ. πο )] … Dictionary of Greek
άμε — επιφών. ρηματικής προέλευσης που σημαίνει παρακίνηση, πήγαινε, φύγε: Άμε στο καλό, άνθρωπέ μου. Στον πληθ. άμετε και αμέτε πηγαίνετε, φεύγετε: Αμέτε στη δουλειά σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρλόπαπας — ο 1. κοιλαράς παπάς: Φεύγετε να φεύγουμε γιατ έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του (δημ. τραγ.). 2. το πουλί τσαλαπετεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)